ἀλισσιβερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλισσιβερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλισσιβερὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀλουσσουδερὸς Κρήτ. ἀλισσιβερὴ ἡ, Αἴγιν. ἀλισσιφερὴ Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλισσίβα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ερός.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Διάβροχος (κυρίως ἐκ τῆς ἀλισσίβας), ἐπὶ γυναικὸς Κρήτ. : Βρεμένη κιˬ ἀλουσσουδερή. 2) Οὐσ., δοχεῖον συνήθως πήλινον χρήσιμον πρὸς παρασκευὴν ἢ ἐναπόθεσιν τῆς ἀλισσίβας Αἴγιν. Σύμ. : ᾎσμ. Καὶ δὲ σὲ καταδέχομαι παλούκι ᾿ς τὴν αὐλή μας γιˬὰ νὰ κρεμάῃ ἡ μάννα μου τήν ἀλισσιβερή μας (σκωπτικὸν) Αἴγιν. Συνών. ἀλισσιβωτή. Β) Μεταφ. 1) Κακῶς ἐνδεδυμένος καὶ ρυπαρός, ἐπὶ γυναικὸς Κρήτ. 2) Ἀλλοπρόσαλλος , ἄστατος Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA