ἀλισσιβιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλισσιβιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλισσιβιˬάζω Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. (λ.ἀλισιβιˬάζω)ἀλουσσουδιˬάζω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλισσίβα.
Σημασιολογία
1) Καθαρίζω δι᾿ ἀλισσίβας τὴν σταφίδα Κρήτ. Συνών. ἀλισσιάζω. 2) Θέτω εἰς τὴν ἀλισσίβαν τὰ πρὸς πλύσιν ροῦχα Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA