ἀλισφακάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλισφακάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλισφακάκι τό, ἀμάρτ. ᾿λουσφακάτσι Μεγίστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλισφάκι.
Σημασιολογία
Ὁ καρπὸς τοῦ ἐλελισφάκου. Συνών. ἀλίσφακας 2, ἀλισφάκι 1, ἀλισφακίδα, ἀλισφακίδι , ἀλισφακόμηλο, φασκόμηλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA