ἀλλαγαλλικὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλαγαλλικὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀλλαγαλλικὰ ἐπιρρ.σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ της προθ. ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐπιρρ. γαλλικά.

Σημασιολογία

Κατὰ τὸν τρόπον τῶν Γάλλων, ὡς οἱ Γάλλοι συνηθίζουν : Φρ. Ἔφυγε ἀλλαγαλλικὰ (κρυφίως, χωρὶς νὰ παρατηρηθῇ). Τό ᾿στριψε – τὸ ᾿σκασε – τό ᾿κοψε ἀλλαγαλικὰ (συνών. τῇ προηγουμένη) .

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/