ἀλλακάππα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλακάππα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀλλακάππα ἐπίρρ. Ἄνδρ. Κεφαλλ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ. ἀ. — ΑΣακελλ. Ἐγχειρ. ἀρμενιστ. 265.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἑνετ. alla cappa.

Σημασιολογία

1) Ἀντιστρόφως, ἀντιθέτως Ἄνδρ. Σάμ. κ. ἀ. : Ἀναποδογύρισὲνε ἡ βάρκα, τὴν πῆρε ἀλλακάππα (ἐνν. ὁ ἐπιβάτης, ἤτοι ἀνετράπη ἡ λέμβος καὶ ἐκάλυψε τὸν ἐπιβάτην) Ἄνδρ. || Φρ. Τοὺ πῆρι ἀλλακάππα (ἐνν. τὸ πρᾶγμα. Ἐξέλαβε τὸ πρᾶγμα ἀντιστρόφως) Σάμ. Ἡ λ. εἶναι ἐν χρήσει καὶ ὡς ναυτικὸς ὅρος ἐπὶ πλοίου ἀνακόπτοντος τὸν δρόμον αὑτοῦ καὶ στρέφοντος τὴν πρῷραν πρὸς τὴν φορὰν τοῦ ἀνέμου ΑΣακελλ. ἔνθ᾿ ἀν. 2) Οὐχὶ σοβαρῶς, μὲ ἀδιαφορίαν Κεφαλλ. : Τὰ παίρνει ὅλα ἀλλακάππα. Παίρνει τὴ δουλε͜ιὰ - τὴ gουβέda ἀλλακάππα 3) Αἰφνιδιαστικῶς Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Τοὺν πῆραν ἀλλακάππα κὶ δὲ μπόρισι νὰ εἴπῃ τίπουτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/