ἀλλαμπουρνέζος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλαμπουρνέζος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλλαμπουρνέζος ἐπίθ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀλλὰ καὶ πιθανῶς τοῦ γεωγραφικοῦ ὀν. Livorno (Νεολατιν. Liburnum) κατὰ τὰ εἰς –έζος ἐθνικά, οἷον : Μιλανέζος, Σκοτσέζος κττ.

Σημασιολογία

Ἀλλόκοτος , παράδοξος : Αὐτὸς εἶναι ἀλλαμπουρνέζος, δὲν εἶν᾿ ἄνθρωπος σύνηθ. || Φρ. Ὅταν μὲ μεταϊδῇ, ἂς μὲ γράψ᾿ ἀλλαμπουρνέζο (οὐδέποτε θὰ μὲ ἴδῃ) πολλαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/