ἀλλαξιμάριν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλαξιμάριν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλλαξιμάριν τό, Κύπρ. ἀλλαξιμάρ᾿ Καππ. (Σινασσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀλλαξιμάριον.

Σημασιολογία

1) Ἀνταλλαγὴ ἐργασίας ἐν τοῖς ἀγροῖς καὶ τοῖς κήποις, ἀλληλοβοήθεια Καππ.(Σινασσ.)2) Κόσμος, στολισμὸς Κύπρ. : ᾎσμ. Ταὶ νά ᾿χα τείν’ τὴ φορεσιˬὰ ταὶ τεῖν᾿ τ᾿ ἀλλαξιμάριν! 3) Χάρις , μεγαλοπρέπεια Κύπρ. : Ἐπαρπάτεν τ᾿ εἶεν σου ἕναν ἀλλαξιμάριν!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/