ἀλλαξοβρόχι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλαξοβρόχι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλλαξοβρόχι τό, πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀλλάζω καὶ τοῦ οὐσ. βροχή.

Σημασιολογία

Ἡ μεταβολὴ τοῦ καιροῦ πρὸς τὴν βροχήν : Ἀρχίσασι bάλι τ᾿ ἀλλαξοβρόχιˬα Κρήτ. (Σφακ.) Πβ. πρωτοβρόχι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/