ἀλλαξοπιστῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλαξοπιστῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλλαξοπιστῶ σύνηθ. ἀλλαξουπιστῶ Β. Εὔβ. κ. ἀ. ἀλλαξοπιστίζω Ζάκ. Θήρ. Κεφαλλ. Κρήτ. (Σφακ. κ. ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) — Λεξ. Λάουνδ. Βλαστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλλαξοπίστης.

Σημασιολογία

1) Ἀμτβ. ἀλλάσσω πίστιν, μεταβάλλω τὴν θρησκείαν μου σύνηθ. : Πολλοὶ ἀλλαξοπιστήσασι γιˬὰ νὰ μὴ τσοὶ ᾿ξορίζουσι Σφακ. || ᾎσμ. Βάστα τὸ νοῦ σου, Κωνσταντῆ, νὰ μὴ ἀλλαξοπιστήσῃς Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ἀνίσως καὶ σ᾿ ἀπαρνηθῶ, ν᾿ ἀδικοθανατίσω, σὲ Τούρκου χέριˬα νὰ πιˬαστῶ καὶ ν᾿ ἀλλαξοπιστήσω Ἤπ. Καὶ μετβ. ἀλλάσσω τὴν πίστιν, μεταβάλλω τὴν θρησκείαν τινὸς Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : Ἐλλαξοπιστήσετέ με πεˬά, δυˬὸ χρόνιˬα ἔχω νὰ μεταλάβω, ᾿ς ἐκκλησιˬὰ δὲ bατῶ Ἀπύρανθ. Λίγο ἔλειψε νὰ μᾶς ἀλλαξοπιστήσῃ ὁ μαγαρισμένος Κρήτ. || ᾎσμ. Δὲν ὑποφέρναν οἱ φτωχοὶ νὰ τοὺσε βασανίζου, νὰ πάρουν τὰ μωρὰ παιδιˬὰ νὰ τ᾿ ἀλλαξοπιστίζου Κρήτ. 2) Μεταφ. πάσχω δεινῶς, βασανίζομαι ὑποφέρω πολὺ Κρήτ. : Ἀλλαξοπίστησα ὥστε νὰ τὸν συβάσω (συμβιβάσω). β) Γίνομαι ἐκτὸς ἐμαυτοῦ ὑπὸ φόβου, λύπης, ὀργῆς κττ. Β. Εὔβ. Θήρ. : Ἀλλαξουπίστησι τοὺ πιδὶ Β. Εὔβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/