ἀλλαξοσειρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλαξοσειρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλλαξοσειρίζω Κρήτ. (Σφακ. κ. ἀ.) — Γέρω – Θόδωρ. Παράπ. 20.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀλλάζω καὶ τοῦ οὐσ. σειρά.
Σημασιολογία
1) Ἀλλάσσω σειράν, γίνομαι διάφορος τῶν γονέων ἢ προγόνων μου Κρήτ. (Σφακ.) : Ἀλλαξοσείρισεν αὐτός, δὲ μνο͜ιάζει τ᾿ ἀφέdη μου. 2) Μεταβάλλομαι ἐπὶ τὸ χεῖρον, ἐκφυλίζομαι Κρήτ. — Γέρω-Θόδωρ. ἔνθ᾿ ἀν. : Ἀλλαξοσειρίσατε καὶ σεῖς καὶ τὰ παιδιˬά σας Κρήτ. || Ποίημ. ᾿Ποὺ τῶν Ἑλλήνω τὸ gαιρὸ ἄdρες τὸ κατοικῆσα κιˬ ἀκόμ᾿ οἱ --ἴδιοι κατοικοῦ, δὲν ἀλλαξοσειρίσα Γέρω – Θόδωρ. ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA