ἀλλαξοστόμισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλαξοστόμισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλλαξοστόμισμα τό, Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀλλαξοστομίζω.
Σημασιολογία
Ἀλλαγὴ τῆς τροφῆς : Ἀλλαξοστόμισμα σοῦ μύρισε ; Συνών. ἀλλαξοφαγιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA