ἀλλαξοστρίφι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλαξοστρίφι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλλαξοστρίφι τό, Ἐλευσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀλλάζω καὶ τοῦ οὐσ. στρίφι.

Σημασιολογία

Παιδιὰ παιζομένη ὡς ἑξῆς. Χαράσσεται γραμμὴ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ὡς ἀφετηρία. Ὁ ὁρισθεὶς παίκτης κύπτει ἔχων τοὺς πόδας ἑκατέρωθεν ταύτης. Εἶτα ὑπερπηδᾷ τὸν κύπτοντα ἡ λεγομένη μάννα, εἰς ὃ δὲ σημεῖον φθάσῃ, μεταβαίνει καὶ κύπτει ὁ παίκτης. Ὑπερπηδοῦν μετὰ φορᾶς αὐτὸν ἀκολούθως οἱ συμπαῖκται ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον πατοῦντες ἐπὶ τῆς ἀφετηρίας. Ἡ μάννα ὑπερπηδᾷ πάλιν καθ᾿ ὅμοιον τρόπον, εἰς ὃ δὲ σημεῖον φθάσῃ, μετατοπίζεται καὶ κύπτει ὁ πρῶτος παίκτης. Τότε ὑπερπηδοῦν καὶ οἱ λοιποὶ διὰ διπλοῦ ἅλματος μετὰ φορᾶς ἀπὸ τῆς ἀφετηρίας, κατόπιν δὲ διὰ τριπλοῦ ἅλματος. Ὁ ἀποτυγχάνων εἰς τὸ ἅλμα ἀντικαθιστᾷ τὸν πρῶτον παίκτην.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/