ἀλλαργινὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλαργινὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλλαργινὸς ἐπίθ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Ζάκ. Ἰθάκ. Κεφαλλ. Λευκ. Πελοπν. (Βυτίν. Γορτυν. Γύθ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λάστ. Οἰν. Τρίκκ. κ. ἀ.) — Λεξ. Βλαστ. ἀλλαργινὲ Τσακων. ἀλλαργενὸς Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλλάργα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ινός.
Σημασιολογία
1) Ὁ μακρὰν εὑρισκόμενος, μακρινός, ἐπὶ ἐμψύχων καὶ ἀψύχων ἔνθ᾿ ἀν. : Ἀλλαργινὸς συτενὴς Τρίκκ. Ἀλλαργινὸς δρόμος Ἰθάκ. || Παροιμ. Ἀλλαργινὸς ὁ κῆπος, δωριˬανὰ τὰ λάχανα (ὅταν ὁ λαχανόκηπος κεῖται μακράν, τὰ ἐξ αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ κτήτορος συλλεγόμενα λάχανα εἶναι ὀλίγα, ἤτοι τὰ ἀνεπίβλεπτα πράγματα μικρὰν ὠφέλειαν προσπορίζουν εἰς τὸν κτήτορα αὐτῶν) Βυτίν. Κοντακιˬανὸς τὴ φίλησε κιˬ ἀλλαργινὸς τὴν πῆρε (ἡ ἐξαπατηθεῖσα κόρη δὲν δύναται νὰ νυμφευθῇ εἰς τὸν τόπον της)Λάστ || ᾎσμ. Ξένος εἶμαι κ᾿ ἦρχα τώρᾳ ἀπὸ τόπ᾿ ἀλλαργινό, τὰ σοκάκιˬα δὲ γνωρίζω, κινδυνεύω νὰ χαθῶ Κάρυστ. Μάννα, δὲν εἶναι ξένος, μήτ᾿ ἀλλαργινός, μόν᾿ εἶν᾿ ὁ γείτονάς μας, εἶναι κοντινὸς Πελοπν. Ἀλλαργινή μου πέρδικα καὶ πλουμπιστὴ τρυγόνα, θὰ στήσω βρόχιˬα ᾿ς τὰι βουνὰ κιˬ ἀντίβροχα ᾿ς τοὺς κάμπους Τσουμέρκ. Συνών. ἀλλαργαδινός, ἀλλάργος, μακρινός. Πβ. ἀλλαργωπός. 2) Ξένος Πελοπν. (Κορινθ.): Ἀλλαργινὸς ἄνθρωπος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA