ἀλλατορίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλατορίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλλατορίζω Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἴσως ἐκ τοῦἸταλ. alleato = σύμμαχος.

Σημασιολογία

Ἀμέλγω τὰ πρόβατα ἄλλου ποιμένος χρησιμοποιῶν τὸ γάλα αὐτῶν μετὰ τοῦ γάλακτος τῶν ἰδικῶν μου προβάτων πρὸς κατασκευὴν τυροῦ. Τοῦτο γίνεται ὅταν τὰ ποίμνια εἶναι μικρὰ καὶ δὲν ἐπαρκῇ τὸ γάλα τοῦ ἑνὸς μόνου πρὸς τυροκομίαν : Ἀλλατορίζομε μὲ τὸν τάδε τὰ πρόβατα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/