ἀλλεγρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλεγρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλλεγρίζω ἀμάρτ. ἀλλιγρίζου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλλέγρος.

Σημασιολογία

Ἀμτβ. εὐθυμῶ, εὐφραίνομαι, διασκεδάζω : Νὰ ᾿ρθῆτι τοὺ βράδ᾿ ᾿ς τοὺ σπίτι μ᾿ ν᾿ ἀλλιγρίσουμι. Κάθι βράδ᾿ βγαίνου ὄξου κι ἀλλιγρίζου. Καὶ μετβ. προξενῶ εὐθυμίαν, τέρπω : Μ᾿ ἀλλιγρίζ᾿ κάθι βράδ᾿ μὶ τὰ χώρατα αὐτὸς (χώρατα = ἀστεῖα). Πβ. ἀλλεγράρω , ἀλλεγρώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/