ἀλλέγρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλέγρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλλέγρος ἐπίθ. σύνηθ. ἀλλέγρους βόρ. ἰδιώμ. ἀλλέργος Κρήτ. ἀλλέγριˬος Νάξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. allegro. Τὸ ἀλλέγριˬος ἴσως κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ οὐσ. ἀλλεγρία.

Σημασιολογία

Α)Ἐπιθετ. 1) Εὔθυμος, φαιδρός, ζωηρὸς ἔνθ᾿ ἀν. : Ἀλλέγρος ἄνθρωπος. Ἀλλέγρα γυναῖκα – καρδιά. || ᾎσμ. Ξενιτεμένο μου πουλλὶ κιˬ ἀλλέγρο μου γεράκι, ἡ ξενιτε͜ιὰ σὲ χαίρεται κ᾿ ἐγὼ πίνω φαρμάκι Κρήτ. Ἡ λ. καὶ ὡς παρωνύμ. Κεφαλλ. β) Ὁ μὴ ἔχων περιορισμούς, ἐλεύθερος πολλαχ. : Εἶναι ἀλλέγρος ἄνθρωπος, τὰ λέει ξεκάθαρα τσεῖνα ποῦ ἔχει μέσα του Μέγαρ. Αὐτὴ εἶναι ἀλλέγρα κιˬ οὕλες τσοὶ χάρες τσ᾿ ἔχει Κρήτ. Συνών. ξανοιγμένος (ἰδ. ξανοίγω). γ) Θρασύς, τολμηρὸς Κρήτ. δ) Ταχύς, γρήγορος Κρήτ. Νάξ. 2) Ἐπὶ τόπου, εὐάερος Πελοπν. 3) Μεταφ. ἐπὶ χρώματος, ἀνοικτὸς Ζάκ. Β)Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ. 1) Εὐθυμία, χαρὰ Κάλυμν. Πελοπν. (Λακων.) : Ἀλλέγρο, δὲν ἔχεις τίποτε Λακων. Τό ᾿ρριξε ᾿ς τ᾿ ἀλλέγρο Κάλυμν. Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἀλλεγρία 1. 2)Ἐλευθερία, ἄδεια Πελοπν. (Λακων.) : ᾎσμ. Νὰ χαιρετήσω ἤθελα, μὰ πρῶτα θὰ ᾿ρωτήσω ἂν ἦρθ᾿ ἐκεῖνος ποῦ ᾿λειπε μ᾿ ἀλλέγρο νὰ μιλήσω. 3)Εἶδος χοροῦ Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/