ἀλλέστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλέστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλλέστος ἐπίθ. Αἴγιν. Θήρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Μεγίστ. Νάξ. Σῦρ. Χίος ἀλλέστους Ἴμβρ. ᾿λέστος Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. lesto, κατ᾿ ἐπίδρασιν καὶ τοῦ ἐπιρρ. ἀλλέστα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Τὸ ᾿λέστος καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Πρόθυμος, ἕτοιμος Αἴγιν. Θήρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Μεγίστ. Σῦρ. : Ἀλλέστος εἶναι ᾿ς τὴ δουλειὰ -᾿ς τὸ φαεῖ Μεγίστ. Ἀλλέστους κἄτι νὰ ᾿μήξ᾿ ἀπάν᾿-ι-σ᾿ (ἕτοιμος εἶναι νὰ ὁρμήσῃ ἐπάνω σου)Ἴμβρ. || ᾎσμ. . . . Ποῦ ᾿ν τὰ παλληκάριιˬα ἀλλέστα γιˬὰ νὰ ρίχνουν τὰ ντουφέκιˬα (βαυκάλ.)Αἴγιν. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. 2)Εὐκίνητος, εὔστροφος, ταχὺς Θήρ. Κεφαλλ. Νάξ. Σῦρ. Χίος : Ἀλλέστος εἶναι καὶ ᾿πιδέξος Θήρ. Καλὸς κιˬ ἀλλέστος εἶναι, μάτιˬα μου ! Νάξ. ᾿Επὰ νὰ τὴν πιˬάσῃ, ἐκεῖ νὰ τὴν πιˬάσῃ, ἤτανε ἐκείνη πεˬὸ ἀλλέστα αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/