ἀλλήθωρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλήθωρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλλήθωρος ἐπίθ. (Ι)κοιν. ἀλλήθουρους βόρ. ἰδιώμ. ἀλλήθωρε Τσακων. ἀλληθῶρος Ζάκ. ἀλληθώρης Πόντ. (Οἰν.)ἀλλόθωρος Μεγίστ. ᾿λήθωρος Εὔβ. (Κύμ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀλλήθωρος. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τῆς λ. ἰδ. ΣΨάλτην ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6(1923) 88 κἑξ. Τὸ ἀλλόθωρος κατὰ τὸ ἀγριόθωρος, ἀσπρόθωρος, μονόθωρος κττ.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς διαστρόφους, παραβλώψ, ἢ ὁ διάστροφος ἐπὶ ὀφθαλμοῦ ἔνθ᾿ ἀν. : Ὁ δεῖνα εἶναι ἀλλήθωρος. Τὰ μάτιˬα τοῦ δεῖνα εἶναι ἀλλήθωρα. κοιν. || Παροιμ. Βάλε στραέ, νὰ πιῇ ὁ ἀλλήθωρος (ἐπὶ τῶν ἐξ ἴσου ἀμαθῶν)Κάρπ. || ᾎσμ. Καὶ ἀλληθώρα καὶ στραβὴ καὶ χαμηλοβλεποῦσα (σκωπτικὸν)Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. Συνών. ἀλληgιˬόζης, γκαβός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/