ἀλληλοπρόγονο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλληλοπρόγονο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλληλοπρόγονο τό, Κρήτ. ἀλληˬοπρόονον Κύπρ. ᾿λ-ληˬοπρόονον Κύπρ. ᾿ληˬοπρόονο Θήρ. ᾿ληˬόπρονο Νίσυρ. ᾿λημοπρόγονο Α.Κρήτ. Κύθν. ᾿᾿γουπρόγουνου Λῆμν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀλληλοπρόγονος. Πβ. ΣΞανθουδ. ἐν Ἀθηνᾷ 28 (1916)Λεξικογρ. Ἀρχ. 145.
Σημασιολογία
Παιδίον ὀρφανὸν πατρὸς ἢ μητρὸς ἐν σχέσει πρὸς ἄλλο ὅμοιον παιδίον, τῶν ὁποίων οἱ γονεῖς πατὴρ χῆρος καὶ μήτηρ χήρα συνῆψαν δεύτερον γάμον, ἤτοι ἀδελφὸς κατὰ σύμβασιν (ἐν σχέσει πρὸς τὸν πατρυιὸν ἢ τὴν μητρυιὰν τὸ παιδίον τοῦτο λέγεται προγονὸς ἢ προγόνι)ἔνθ᾿ ἀν. : Κάνουν – περνοῦν – τρώγουdαι σὰν τ᾿ ἀλληλοπρόγονα Κρήτ. Τρώουνται σὰν τὰ λ-ληˬοπρόονα Κύπρ. Συνών. ἀλληλαδέρφι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA