ἀλλοκαλύτερος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλοκαλύτερος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλλοκαλύτερος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀλλουκαλύτιρους Θεσσ. Στερελλ. (Λεπεν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς ἀορίστου ἀντων. ἄλλος καὶ τοῦ συγκριτικοῦ ἐπιθ. καλύτερος. Διὰ τὴν σύνθεσιν πβ. καὶ ἀλλομεγαλύτερος, ἀλλομικρότερος, ἀλλοχειρότερος.

Σημασιολογία

Πλέον καλύτερος: Εἶνι οὑ ἀλλουκαλύτιρους ἄνθρουπους ποῦ γνώρ᾿ σα Λεπεν. Σήμιραεἶνι ἡ ἀλλουκαλύτιρη μέρα αὐτόθ. || ᾎσμ. Ἕνας φέρνει χίλια φλουριὰ καὶ ἂλλους πιdακόσια κιˬ ὁ πεˬὸ ἀλλουκαλύτιρους φέρνει μιˬὰ ἀρριβῶνα Θεσσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/