ἀλλοκοσμίτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλοκοσμίτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀλλοκοσμίτης ὁ, ἀμάρτ. ἀλλοκοσμίτες Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς ἀορίστου ἀντων. ἄλλος καὶ τοῦ οὐσ. κόσμος διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίτης.

Σημασιολογία

Ὁ ἐξ ἄλλου κόσμου καταγόμενος, ἀλλοδαπός. Συνών. ἀλλότριˬος 1, ἐξωμερίτης, ξενομερίτης, ξενοχωρίτης, ξένος. Πβ. ἀλλοχωριˬανός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/