ἀλλόκοτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλόκοτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλλόκοτος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀλλόκουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀλλέκατους Λέσβ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀλλόκοτος.
Σημασιολογία
1)Παράδοξος, ἀσυνήθης, ἐπὶ ἐμψύχων καὶ ἀψύχων σύνηθ.:Ἀλλὀκοτος ἄνθρωπος. Ἀλλόκοτη γυναῖκα. Ἀλλόκοτα πράγματα. Συνών. ἀλλοτινὸς 1γ, ἀλλόφυλος 2δ, παράξενος, περίεργος. 2)Ὁ ἔχων μέγα μέν, ἀλλ᾿ ἄχαρι σῶμα Λέσβ. Πβ. ἀγελαδάρα, ἀλόγα 2, ἀλογάρα. 3)Ὁ κακοὺς τρόπους ἔχων, κακότροπος Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA