ἀλλομίαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλομίαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀλλομίαν ἐπίρρ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ)ἀλλομία Πόντ. (Ὄφ.)ἀλλαμνιˬὰ Καππ.(Τελμ.)ἀλλάγμιˬα Καππ. (Φλογ.)ἀλλαgμιˬὰ Καππ. (Ποτά. Σινασσ.)ἀλλημιˬᾶς Καππ. (Οὐλαγ. Σίλ.)ἀλλαγμιˬᾶς Καππ. (Σινασσ.)ἀλλαγιμιˬᾶς Καππ. (Ἀνακ. Άραβάν.)ἀλλαγτμιˬᾶς Καππ. (Σίλ.)ἀλλαγνιˬᾶς Καππ. (Σινασσ.)ἀλλαΐγνας Καππ. (Σινασσ.)
Ετυμολογία
Έκ τῆς ἀορίστου ἀντων. ἄλλος καὶ τοῦ θηλ. ἀριθμτ. μίαν.
Σημασιολογία
1)Ἄλλην μίαν φοράν, πάλιν, ἐκ δευτέρου ἔνθ᾿ ἀν.: Μία τ᾿ ἀλλομία εἶπα σ᾿ ἀ (ἄπαξ καὶ δὶς σοῦ τὸ εἶπα)Ὄφ. Ἔρθα μίαν, ἔρθα ἀλλομίαν Κοτύωρ. Ἀλλαγνιᾶς δὲν τὸ θ͜ειάνω (κάνω)Σινασσ. 2)Ἔπειτα, ἀκολούθως, ἐν τῷ μεταξὺ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) : Ἔτον ἕναν καράβ᾿ καὶ κάπ᾿ ἐπέγ᾿ νεν, ἀλλομίαν ἐγέντον τρανὸν φουρτούναν καὶ ἐπάτεψεν (ἧτο ἓν πλοῖον καὶ κἄπου ἐπήγαινε, κατόπιν ἔγινε φοβερὰ τρικυμία καὶ ἐβυθίσθη. Ἐκ παραμυθ.)Τραπ. 3)Λοιπὸν Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) : Ὅλων ὕστερα ἐπῆγαν ηὕρανε ἕναν τρανόν μαγαρὰν καὶ εἶπαν, ἂς ἐμπαίνωμε ἀδαπέσ᾿ , πέκιταμ κάτ᾿ εὑρήκωμε. Ἀλλομίαν ἐμπαίν᾿ νε ἀπέσ᾿ καὶ ντό ἐλέπ᾿ νε! (μετὰ ταῦτα ἐπῆγαν καὶ ηὖραν ἓν μέγα σπήλαιον καὶ εἶπαν, ἂς εἰσέλθωμεν ἐδῶ μέσα, ἴσως κἄτι εὕρωμεν. Λοιπὸν εἰσέρχονται καὶ τί βλέπουν! Ἐκ παραμυθ.)Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA