ἀλλοσούσσουμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλοσούσσουμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλλοσούσσουμος ἐπίθ. Λεξ. Βλαστ. ἀλλουσούσσουμους Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς ἀορ. ἀντων. ἄλλος καὶ τοῦ οὐσ. σουσούμι.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων ἠλλοιωμένην τὴν ὄψιν : Ἔγινι ἀλλουσούσσουμους ἀποὺ τ᾽ν ἀρρώστιˬα. Συνών. ἀλλαξοπρόσωπος, ἀλλότριˬος 3, ξαλλαγμένος (ἰδ. ξαλλάζω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/