ἀλλοῦ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλοῦ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀλλοῦ ἐπἰρρ. κοιν. καὶ Πόντ.(Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)ἀλ-λοῦ Ἰκαρ. Χίος (Πυργ.)ἀλλιˬοῦ Θρᾴκ.(Σαρεκκλ.)Χηλ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀλλοῦ.
Σημασιολογία
Εἰς ἄλλο μέρος, εἰς ἄλλον τόπον, ἀλλαχοῦ, ἐπί στάσεως καὶ κινήσεως εἰς τόπον ἤ ἀπὸ τόπου ἔνθ. ἀν.: Ἀλλοῦ τρῶγει κιˬ άλλοῦ κοιμᾶται. Ἀλλοῦ μένει κιˬ ὄχι ᾿ς τὸ σπίτι του. Ἁλλοῦ τὸν εἶδα. Ἀλλοῦ βλέπω – πηγαίνω κττ. Κοίταξε – τραύα κατ᾿ἀλλοῦ κοιν. Ἀγαπᾷ ἀλλοῦ (ἤτοι εἰς ἄλλο σπίτι ἄλλον ἤ ἄλλην)πολαχ. Ἀλλοῦ ᾿ν᾿ καὶ ᾿ δῶθι (ἐδῶ καὶ ἐκεῖ)Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.)Ἐκεῖ ᾿κ᾿ ἐπῆγα. ἀλλοῦ ἐπῆγα Τραπ. Χαλδ. ᾿ μᾶτι, ἀλλοῦ χέρ᾿ , ἀλλοῦ πουδάρ᾿(κοιμάται ἀνέτως έξηπλωμένος)Θρᾴκ.(Αἶν.)|| Φρ. Ἀλλοῦ μπαλώσου! (φρόντισε νὰ τύχῃς βοηθείας παρ᾿ἄλλων) . Ἀλλοῦ νὰ τὰ λές αὐτά! ἤ μόνον ἀλλοῦ αὐτά! ἤ ἀλλοῦ! (ἤτοι ἄλλον προσπάθησε νὰ γελάσῃς, ἐγὼ δὲν ἀπατῶμαι)σύνηθ. || Παροιμ. Ἀλλοῦ τὰ κακκαρίσματα κι ἀλλοῦ γεννοῦν οἱ κόττες (πλανᾶται ὁ ἐξ είκοτολογιῶν κρίνων, διότι τὰ φαινόμενα δὲν εἶναι πολλάκις σύμφωνα πρὸς τὰ πράγματα) . Ἀλλοῦ τ᾿ ὄνειρο κιˬ ἀλλοῦ τὸ θᾶμα (ἐπί τῶν παρὰ προσδοκίαν συμβαινόντων)πολλαχ. Ἀλλοῦ άστραφτει κιˬ ἀλλοῦ βροντάει (ἐπὶἐπακολουθήματος πράξεώς τινος ἐπερχομένου μετὰ πάροδον χρόνου καὶ εἰς ἄλλον τόπον)Κεφαλλ. Ἀλλοῦ ὁ γάμος κιˬ ἀλλοῦ τὰ τούμπανα (ἐπὶ τοῦ κατὰ σύμπτωσιν ὼφελουμένου ἐξ ἐπιχειρήσεως ἄλλου τινός, ἐνῷ οὗτος οὐδὲν ἐπορίσθη κέρδος ἐκ ταύτης.) Ἀθῆν. || ᾎσμ. Ὁ νήλιος τῆς Ἀνατολῆς πάει νὰ βασιλέψῃ, ἐδῶ ἀφίνει σκοτεινά κιˬ ἀλλιˬοῦ πάει νὰ φέξῃ Χηλ Συνών. ἀλλαχοῦ, *ἄλλῃ. Πβ. ἀλλοῦθε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA