ἀλμάγκο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλμάγκο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀλμάγκο ἐπίρρ. ἀμάρτ.ἀλμάγκου Κεφαλλ. ἀρμάγκου Κεφαλλ. ἀλιμάγκου Κέρκ.(Ἀργυρᾶδ.)ἀλιμάνικου Κέρκ.(Ἀργυρᾶδ.)ἀλαμάγκου Κύπρ. Σίφν. ἀλαμάgου Σῦρ. ἀλουμάγκου Κεφαλλ. ἀλμέγκο Τῆν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. almanco. Τὸ ἀλουμάγκου καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Τοὐλάχιστον, τέλος πάντων, έπὶ τέλους ἔνθ. ἀν.:Δῶσε μου ἀλουμάγκου μιˬὰ στάλα νερό, ἀφοῦ κρασὶ δἐν ἔχεις! Κεφαλλ. Νάμου ἀλιμάγκου τά ὄβολά μου, δὲ σοῦ γυρεύω τὰ δικά σου (νάμου=δῶσε μου, ὄβολα=χρήματα)Ἀργυρᾶδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA