ἀλογοβυζάστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλογοβυζάστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλογοβυζάστρα ἡ, Θήρ. –ΜΦιλήντ. Θρῦλ. 36
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄλογο καὶ βυζάστρα.
Σημασιολογία
1) Γλαύξ θηλάζουσα ἵππον Θήρ. 2) Γυνὴ θηλάζουσα ἵππον ΜΦιλήντ. ἔνθ᾿ἀν.: Ποίημ. Μόνε μνιˬὰ μαύρη Γύφτισσα, μνιὰ -ν- ἀλογοβυζάστρα, μνιˬὰ μάγισσα π᾿ἀνέγνωθε ᾿ς τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA