ἀλογόδοντο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλογόδοντο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλογόδοντο τό, ἐνιαχ. ἀλουγόδουντου Ἤπ. (Καλάρρυτ. Μέτσοβ. κ.ἀ.)᾿ λιγόδουντουἭπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄλογο καὶ δόντι.

Σημασιολογία

1) Δόντι ἵππου ἐνιαχ. 2) Ὁ Ἀμερικανικὸς λευκὸς ἀραβόσιτος ἐνιαχ. 3) Εἰς τὸν πληθ. ὡς λ. συνθηματική, φασόλια Ἤπ. (Ζαγόρ. Καλάρρυτ. Μέτσοβ. κ.ἀ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/