ἀλογομούλαρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλογομούλαρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλογομούλαρα τά, Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Οἰν.)κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ πληθ. τῶν οὐσ. ἄλογο καὶ μουλάρι.
Σημασιολογία
Ἵπποι καὶ ἡμίονοι μαζὶ ἔνθ᾿ ἀν.: Δὲν ματιˬάζονται καὶ δὲν ἀρρωστᾶνε μόνον τὰ παιδιˬὰ ἀπὸ τὸ μάτι, ματιˬάζονται καὶ σκάζουν καὶ τὰ ἀλογομούλαρα Οἰν. Δὲν ἔχω φαεῖ νὰ φάνε τὰ ἀλογομούλαρά σας (ἐξ ἐπῳδ.)Κεφαλλ. || ᾎσμ. Χίλιοι κρατοῦν τὴν κούδα τση, τρακόσιοι τὴν ποδεˬά της κιˬ ἄλλοι τρακόσιˬοι δώδεκα τ᾿ἀλογομούλαρά της (κούδα=οὐρὰ γυναικείου φορέματος)Ζάκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA