ἀλογόμυιγα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλογόμυιγα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλογόμυιγα ἡ, ἀλογόμυια Θήρ. Λυκ. (Λιβύσσ.)Πελοπν. (Οἰν.)ἀλογομυῖα Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.)ἀλουγόμυια Μακεδ. (Χαλκιδ.)ἀλοόμυια Νάξ. Ρόδ. Σίφν. ἀλουόμυια Λυκ. (Λιβύσσ.)ἀλογόμυιγα σύνηθ. ἀλογόμυιγια Κρήτ. Πόντ. ἀλουγόμυιγα Θρᾴκ. Μακεδ. (Μελέν.)ἀλουγόμ᾿ γα βόρ. ἰδιώμ. ἀλουγόμγια Λέσβ. ἀλογόμουγια Καππ. (Ἀραβάν.)ἀογόμουζα Τσακων. ᾿λαγόμbλα Ἤπ. (Ζαγόρ.)Μακεδ. (Βελβ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀλογον καὶ μυῖγα. Τὸ ᾿ λαγόμbλα κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ μούλα. Τὸ άλογόμυιγιˬα καὶ παρὰ Πορτ.

Σημασιολογία

Ἔντομα τοῦ γένους τῶν ταβανιδῶν (tabanidae)καὶ τοῦ γένους τῶν οἴστρων (oestridae)τῆς τάξεως τῶν διπτέρων (diptera) , μάλιστα δὲ ἡ μυῖα ἡ ἱππόβοσκος ἤ ἴππειος (hippobosca equina) , ὁ τῶν ἀρχαίων μύωψ, παράσιτος μὲ ἐνοχλητικὰ κεντήματα ἐπὶ τοῦ ἴππου, ἡμιόνου, ὄνου, βοὸς ἔνθ᾿ἀν. : Φρ. Ἔχει ἀλογόμυιγες (ἔχει φροντίδας καὶ σκέψεις ἤ ὑπονοίας)Πελοπν. (Λάστ.)Τοῦ μπῆκε ἀλογόμυιγα (συνών. τῇ προηγουμένῃ)Πελοπν. (Ἀρκαδ.)Τοῦ ᾿ βαλε ἀλογόμυιγες (τὸν ἔκαμε νὰ ὑποπτεύεται)Ἥπ. Σὰν νὰ τοὺν κέντ᾿ σαν ἀλουγόμ᾿ γις (ἐπὶ τοῦ ἀνησύχου)Στερελλ. (Αἰτωλ.)|| Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου ἐνοχλητικοῦ Πελοπν. (Συκεὰ Κορινθ.)Συνών. βοϊδόμυιγα. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/