ἀλογοουρὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλογοουρὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλογοουρὰ ἡ, πολλαχ. ἀλογουρὰ Κέρκ. –Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. ἀλουγουρὰ Θρᾴκ. (Αἶν.)ἀλογορὰ Ζάκ. Κεφαλλ. ἀλογονουρὰ πολλαχ. ἀλουγουνουρὰ Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄλογο καὶ οὐρά, παρ᾿ὅ καὶ νουρά.

Σημασιολογία

1) Ἡ οὐρὰ τοῦ ἀλόγου ἔνθ᾿ ἀν. : Τρίχες ἀπὸ ἀλογονουρὰ Πελοπν. (Λάστ.)Ἐγυρόφερνε σὰν ἀλογονουρὰ ἡ μαύρη μεταξωτὴ φούντα ᾿ ς τοῦ κεφαλιοῦ τὸ φεσάκι (ἐνν. ὅταν ἐχόρευε)Πελοπν. (Λακεδ.)|| Φρ. Κρέμιτι κουντὰ ᾿ς τ᾿ ν ἀλουγουνουρὰ γιὰ νὰ ζήσ᾿(ἔχει ὡς μόνον ἐπάγγελμα τὸ τοῦ ἀγωγιάτου)Αἰτωλ. 2) Τὰ φίλυδρα ἀγριόχορτα τοῦ γένους τῆς ἱππουρίδος (equisetum)τῆς τάξεως τῶν ἱππουριδωδῶν (equisetaceae) , βότανα δημώδη, αἱ τῶν ἀρχαίων ἱππουρίδες (Διοσκορ. 4,46)Ζάκ. Θρᾴκ. (Αἶν.)Κεφαλλ. (Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 <1923> 218) . [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/