ἀλογόπουλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλογόπουλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλογόπουλλο τό, Λεξ. Γαζ. (λ. ἱππίσκος)ἀλογόπ᾿λλο Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)Πόντ. (Οἰν.)ἀλουγόπ᾿λλου Μακεδ. (Μελέν.)ἀλογόπον Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)ἀλογοπούλλι Πελοπν. (Καλάβρυτ.)ἀλουγουπούλλ᾿Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἄλογο διὰ τῆς ὑποκοριστικῆς καταλ. –πουλλο, περὶ ἦς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,636 κἐξ.

Σημασιολογία

Μικρὸς ἵππος ἤ τὸ νεογνὸν τοῦ ἵππου, πῶλος ἔνθ᾿ἀν.: ᾎσμ. Ἁ-Γεˬώρι μ᾿κιˬ ἁε-Θόδωρε, μὲ τ᾿ ἄσπρον τ᾿ἀλογόπον, γιˬὰ φέρτεν τὴν ἀγάπη μου ᾿ς σ᾿ἔρημον τ᾿ἐγκαλόπο μ᾿ Πόντ. Συνών. ἀλογάκι 1, ἀλογατάκι 1, ἀλογούδι, ἀλογούτσι. Πβ. ἀλογοπούλαρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/