ἀλογοτρίβητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλογοτρίβητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλογοτρίβητος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀλοοτρίβιστος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπίθ. *λογοτριβητὸς <λογοτριβῶ, παρ᾿ὅ καὶ λογοτριβίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ φιλονικήσας πρός τινα, ὁ μὴ ἐρίσας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA