ἀλογότριχα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλογότριχα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλογότριχα ἡ, κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄλογο καὶ τρίχα.
Σημασιολογία
1) Ἡ τρίχα τοῦ ἵππου καὶ δή τῆς οὐρᾶς αὐτοῦ κοιν. 2) Τὸ ἐκ τριχῶν ἵππου κατασκευαζόμενον νῆμα, διὰ τοῦ ὁποίου προσδένεται τὸ ἀγκίστρον Σῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA