ἀλογότσαππα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλογότσαππα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλογότσαππα ἡ, ΘΖουμπουλ. Πρακτ. γεωγρ. 227.

Ετυμολογία

Ἑκ τῶν οὐσ. ἄλογο καὶ τσάππα.

Σημασιολογία

Εἶδος ἐλαφροῦ ἀρότρου, συνήθως ἐκ πέντε μικρῶν ὑνίων, χρησιμεῦον διὰ τὸ σκάλισμα ἀμπελώνων, δενδρώνων, βάμβακος, ἀραβοσίτου κττ., ὅταν εἶναι ταῦτα κατὰ σειρὰς φυτευμένα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/