ἀλοιφούτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλοιφούτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλοιφούτσα ἡ, Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλοιφέας καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούτσα.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων τὴν συνήθειαν νὰ θωπεύῃ, να περιποιῆται, νὰ κολακεύῃ. Πβ. ἀλοιφέας 2, ἀλοιφόπιττα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA