ἀλὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀλὸς ὁ, Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλόη.

Σημασιολογία

Ἡ ἀλόη τῶν φαρμακείων: Ὥσπου νὰ βράσουν ἐγίνηκαν ἀλός. Συνών. ἀλόη 5.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/