ἀλταμάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλταμάρω
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
ἀλταμάρω Μεγίστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. alto mare.
Σημασιολογία
1) Κινοῦμαι, κλυδωνίζομαι χωρὶς νὰ προχωρῶ, ἐπὶ πλοίου: Τὸ καράβι ἀλταμάρει (τοῦτο συμβαίνει τὴν ἑπομένη τὴς πνοῆς σφοδροῦ ἀνέμου, ὅτε σχηματίζονται κύματα μεγάλα χωρὶς νὰ πνέῃ ἄνεμος) . 2) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, βαδίζω βραδέως, ἀλλὰ μετὰ ζωηρῶν κινήσεων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA