ἀλύγιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλύγιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλύγιστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀλύγιστους βόρ. ἰδιώμ. ἀΰλιστος Ναξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ-καὶ τοῦ ἐπιθ. λυγιστὸς<λυγίζω. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Β274 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)<< κι ἀσάλευτο ΄ς τὴν ταραχὴ κι ἀλύγιστον ἐγίνη>>. Τὸ ἀΰλιστος ἐκ τοῦ ἀλύγιστος κατ΄ἀποβολὴν τοῦ γ καὶ μετάθεσιν φθόγγων.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ λυγίζων, ὁ μὴ καμπτόμενος, ἐπὶ μετάλλου καὶ ξύλου, συνεκδ. δὲ καὶ ἐπὶ ἀνθρώπου σύνηθ.: Ἀλύγιστος ἄνθρωπος (εὐθυτενής) . Ἀλύγιστο κορμί (εὐσταλές, χαριτωμένον, ἰδίᾳ ἐπὶ γέροντος ἀκμαίου)σύνηθ. || Φρ. Κεφάλι ἀλύγιστο (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀμεταπείστου. Συνών. φρ. κεφάλι ἀγύριστο, δι΄ἥν ἀγύριστος Β 1)πολλαχ. Συνών. ἄλυγος. β)Μεταφ. ἄκαμπτος, ἀμετάτρεπτος, σταθερὸς πολλαχ.: Ἀΰλιστη ΄υναῖκα ΄ν κ΄εὐτή, τὴν καφαλή τση νὰ τσῆ κόβγῃς δὲ ΄υλίζει Ἀπύρανθ. 2)Ὁ ἐν ἀκμῇ εὐρισκόμενος, ἀκμαῖος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : Ἀΰλιστος χορὸς εἶναι ΄κεῖ στημένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/