ἅλυσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἅλυσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἅλυσι ἡ, Νίσυρ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.)Τῆλ. κ.ἀ. — Λεξ. Βλαστ. 236 ἅλεσι Νίσυρ. Ρόδ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἅλυσις. Διὰ τὸν τύπ ἅλεσι ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,406.

Σημασιολογία

1) Εἶδος δεσμοῦ,ὀργάνου ἐξαρτήσεως, ἤ εἶδος κοσμήματος σχηματιζομένου διὰ τῆς διαδοχικῆς ἑνώσεως μεταλλίνων κρίκων Νίσυρ. Ρόδ. Τῆλ. Στερελλ.(Μεσολόγγ.)κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. 236: Τὸ ἔχω δεμένο μὲ τοὶς ἅλυσες μὴν φύγη Μεσολόγγ. || Φρ. Βάζω ΄ς τοὶς ἅλυσες (φυλακίζω)Λεξ Βλαστ. || ᾎσμ. Ζώσετε τὸ καράβι μου μ΄ἅλυσι σιδερένη κι ἄς ἔρθουν δώδεκ΄ἀπουμπρός καὶ δώδεκ΄άπουπίσου καὶ δώδεκ΄ἀφ΄ τὴν μιὰν μερε̮ὰ καὶ δεκοχτὼ ἀφ’τὴν ἄλλη Τῆλ. Συνών. ἁλύσι 1, ἁλυσι̮ά, ἁλυσίδα 1, ἁλυσίδι 1, ἁλυσιδι̮ά, ἅλυσος 1. 2) Ζώνη γυναικεία ἁλυσιδωτὴΝίσυρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/