ἁλυσιδι̮άζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλυσιδι̮άζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁλυσιδι̮άζω Κρήτ. Νάξ. (Κορων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁλυσίδι. Παρὰ Βλάχ. ἡ μετοχ. ἁλυσιδι̮ασμένος.
Σημασιολογία
1)Σχηματίζω κυκλι̮ά, ἤτοι κύκλους τοῦ νήματος, τὸ ὁποῖον πρόκειται νὰ βάλω εἰς τὸν ὑφαντικὸν ἱστὸν Κρήτ. Συνών. ἀναλέγω. 2)Περνῶ τὰ νήματα εἰς τὸ λεγόμενον μιτόχτενο Κρήτ.: Ἁλυσιδι̮άζω γι̮ὰ νὰ ‘φάνω ἕνα χεράμι.3)Συνδέω διὰ σχοινίου τοὺς βοῦς καὶ ἁλωνίζω Κρήτ. Πβ. ἁλυσιδώνω, ἁλυσοδένω, ἁλυσώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA