ἁλυσιδοπλεμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλυσιδοπλεμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἁλυσιδοπλεμένος ἐπίθ. Κρήτ. ἁλυσιοπλεμένοςΚάρπ. ἁλυσιοπ-πλεμένος Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁλυσίδα καὶ τοῦ πλεμένος μετοχ. τοῦ ρ. πλέκω, παρ΄ ὅ καὶ π-πλέκω.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων τοὺς πλοκάμους πλεγμένους ὡς ἄλυσιν, ἐπὶ γυναικὸς : ᾌσμ. Ἄνοιξε πόρτα τσῆ ξανθῆς, πόρτα τσῆ μαυρομμάτας, πόρτα τσῆ γαϊτανόφρουδης, τσ΄ ἁλυσιδοπλεμένης Κρήτ. Ἔχει μι̮ὰν κόρην ὄμορφη, ξαθ-θὴ καὶ μαυρομμάτα, καὶ γα-καὶ γατανόφρυδη κι̮ ἁλυσιοπ-πλεμένη (ἡ ἐπανάληψις τῶν συλλαβῶν καὶ γα-διὰ μετρικὴν ἀνάγκην)Κάρπ. Συνών. ἁλυσοπλεμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/