ἁλυσοδένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλυσοδένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁλυσοδένω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.)ἁ’ σουδένου βόρ. ἰδιώμ.ἁλυσοδέν-νω Κύπρ. ‘λυσουδένου Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἅλυσι καὶ τοῦ ρ. δένω, παρ’ ὃ καὶ δέν-νω.

Σημασιολογία

Δένω δι΄ἁλύσεως ἔνθ΄ἀν.: Μι̮ὰ λαχτάρα μ΄ἁλυσοδένει κ΄ἕνας ἀγῶνας μὲ ταράζει ΚΠαλαμ.Τρισεύγ. 45 || ᾌσμ. Νὰ μὲ ἁλυσοδέσουνε μὲ μι̮ὰ τσαπέλλα σῦκα Δαρδαν. Σκουτώνου ἀρκούδι̮α μὶ φτιρά, λύκους ΄λυσουδιμένους, σκουτώνου φίδι̮α μί φτιρά ποῦ τρών τούς ἀντρε͜ιωμένους Μακεδ. Φέρτε τὰ κυνηγόσκυλλα μ΄τὰ ἁλυσοδεμένα κι̮ ἂς πάω καὶ νά κυνηγῶ καὶ ΄ς σὰ κυνηγοτόπ Τραπ.Πβ. ἁλυσιδι̮άζω, ἁλυσιδώνω, ἁλυσώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/