ἅλυσος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅλυσος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἅλυσος ὁ, Ζάκ. Ἤπ. Θρᾁκ.Κέρκ. Κύπρ. Πελοπν. (Κορινθ. Λάστ. Μάν. Μεσσ.)— Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. ἅλυσσους Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.)ἅ’σουςἬπ. Θεσσ. Θρᾁκ. (Ἀδριανούπ.)Μακεδ. (Σέρρ. Σιάτ. κ.ἁ.)Στερελλ. (Ἀκαρναν.) ἅ΄σος. Ἤπ. ἅλτσος Μακεδ. (Βογατσ.)Παξ. ἅρτσος Κέρκ. ἅλεσος Θρᾁκ.ἅλτσους Μακεδ. (Βελβ. κ.ἀ.)ἅλυσος ἡ, Ἤπ. Κάρπ. ἅ΄σους Θεσσ. ἅλτσους Θεσσ. ἅλυσο Μέγαρ. Πελοπν. (Λακων.)κ.ἀ. — Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. ἅλυσα Πόντ. (Κερασ. Οἰν.)ἅ΄σα Ἴμβρ. Λέσβ. Πλήθ. ἅλυα τά, Μέγαρ. ἅλυσα Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἅλυσι. Πβ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,140.
Σημασιολογία
1)Ἅλυσις ἔνθ’ ἀν.: Μουλάρι μὲ τὸν ἅλυσο Μάν. Ἅλυσος τῆς καμπάνας-τοῦ ζωντανοῦ κττ. Κύπρ. Νὰ σὶ ἰδῶ ‘ς τοὺν ἅλτσου διμένου! (ἀρὰ)Μακεδ. || Φρ. Πιρνῶ ὡς σκύλλους΄ς τήν ἅ΄σου! (διάγω οἰκτρῶς)Θεσσ. Εἶναι γι̮ὰ τὸν ἅλτσο! (ἐπὶ τοῦ παράφρονος. Συνών. φρ. ἰδ. ἐν λ. ἁλυσίδα 1)Βογατσ. Τὰ πιδιὰ ἀπουλνε͜ιοῦντι ἀπ᾿ τοὺ σκουλε͜ιὸ σὰν τὰ σκυλλιὰ ἀπ᾿ τοὺν ἅ΄σου Μακεδ. Τ΄ς ἅ΄σιςτρώει (πνέει μένεα κατά τινος)Λέσβ. Ἔφαγι τ΄ς ἅλ΄σις (κατέβαλε πᾶσαν προσπάθειαν. Συνών. φρ. χάλασε τὸν κόσμο)Ἴμβρ || ᾌσμ. Νὰ κόψωμε τὸν ἅλυσο, νὰ βγάλωμε τοὺς σκλάβους Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἀφέντη μου, ‘ς τὴ τάβλα σου χρυσῆ κανδήλα καίει, δίχως ἅλεσο κρέμαται, δίχως τὸ λᾴδι καίει Θρᾁκ.Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἅλυσι 1. 2)Ἅλυσις ἀνηρτημένη εἰς τὴν ἑστίαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν κρέμοῦν τοὺς λέβητας καὶ τὰς χύτρας Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)3) Χρυσοῦν περὶ τὸν τράχηλον γυναικεῖον κόσμημα ἐν εἴδει ἁλύσεως, περιδέραιον Θρᾴκ. Συνών. ἁλυσίδι 2. 4)Γυναικεῖον κόσμημα τοῦ στήθους ἀποτελούμενον ἐξ ἐπαλλήλων σειρῶν ἁλύσεων, ἐκ τῶν ὁποίων ἐξαρτῶνται φλωρία ἢ ἐπίχρυσα νομίσματα Μεγαρ.: Ἔχω νι̮ὰ ἅλυσο μὲ τέσσερα κλωνία 5)Συνεκδ. ἄγκυρα (ὡς προσδεδεμένη εἰς ἅλυσιν) Πόντ. (Κερασ.) : ᾎσμ. Δεα ρίξτε τὴν ἅλυσαν, ζερβᾶ τὸ παλαμάριν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA