ἀλυχτομανῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλυχτομανῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλυχτομανῶ Ἤπ. ἀλυχτομανάω Ἤπ. ἀ΄χτουμανάου Ἤπ. (Χουλιαρ.)Στερελλ.(Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀλυχτῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –μανῶ

Σημασιολογία

1)Ὑπερβαλλόντως ὑλακτῶ. ἐπὶ κυνὸς ἔνθ΄ἀν.:Ἀ΄χτουμανᾶν τὰ σ΄λλιὰ Αἰτωλ. 2)Μεταφ. φωνάζω ἰσχυρῶς καὶ διαρκῶς, κραυγάζω διαρκῶς ἔνθ΄ἀν.: Τί ἀ΄χτουμανᾶς;Χουλιαρ. Μὴν τὴν ἀκούς αὐτή, ἂς ἀ΄χτουμανάη! Αἰτωλ. Πβ. ἀλυχτένω, ἀλυχτουρῶ, ἀλυχτῶ, γαβγίζω

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/