ἀλυχτῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλυχτῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλυχτῶ σύνηθ. ἀλυχτάω σύνηθ. ἀ’χτῶ πολλαχ. ἀ΄χτάου Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. Στερελλ. κ.ἀ. ἀλυφτῶ Ἀπουλ (Μαρτ.)ἀλεφτάω Καλαβρ. (Γαλλικ. Χωρίο Ροχούδ.)ἀ΄φτάου Στερελλ. (Νάυπακτ.)ἀλεστάω Καλαβρ. (Μπόβ.)ἐλυφτῶ Ἀπουλ. ‘λυχτάω ΔΣολωμ. 248 ΄λυφτω Ἀπουλ. ἀλεστάτσω Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀλυκτῶ, ὃ έκ τοῦ ἀρχ. ὑλακτῶ Πβ. Ἡσύχ. «ἀλυκτεῖ · ὑλακτεῖ, Κρῆτες» Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ χ εἰς φ καὶ σ πρὸ τοῦ τ εἰς τοὺς τύπ. Άπουλ. καὶ Καλαβρ. πβ. τὰ αὐτόθι ὅμοια ἀλέφτορα, ἀλέστορα ἐκ τοῦ ἁλέχτορας. Ὁ τύπ ἀλεστάτσω ἐκ τοῦ μεταπεπλασμένου *ἀλυχτάζω

Σημασιολογία

Α)Κυριολ. 1)Ἀμτβ. ὑλακτῶ, ἐπὶ κυνὸς σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. (Μαρτ. κ.ἀ.)Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) : Tό σκυλλὶ ἀλυχτάει. Ἀλύχτησε τὸ σκυλλὶ τὰ μεσάνυχτα. Ἡ σκύλλα βράχνι̮ασε καὶ δὲν μπορεῖ ν΄ἀλυχτήση σύνηθ || Φρ. Ἀλυχτάει, μὰ δὲ δαγκάνει (ἐπὶ θορυβώδους μὲν ἀλλ΄ἀκινδύνου ὀργῆς)Πελοπν. Ἀλύχτησι κι̮ ἀπέθανι (μετὰ ὀδυνῶν καὶ σπαραγμῶν καὶ φωνῶν ἐψυχορράγησεν. Αἱ φωναὶ τοῦ πάσχοντος παρομοιάζονται πρὸς ὑλακὰς κυνός. Πβ φρ. ἀπὸ τὸν πόνο του γαβγίζει σὰ σκυλλάκι)Μακεδ. Ν΄ἀλυχτήση κι̮ ἀπὲ νὰ τοῦ βγῆ ἡ ψυχή! ( νὰ ἀποθάνη ἀφοῦ βασανισθῆ πολύ κατὰ τὸ ψυχορράγημά του, κυρίως νὰ γαβγίση σὰν τὸ σκυλλί! Ἀρά Πβ. καὶ ἀλυχτόψυχος)Ἤπ. || Γνωμ. Σ΄λλὶ π΄ἀ’χτάει δὲ δαγκών. Συνών. γνωμ. σκυλλί ποῦ γαβγίζει δὲ δαγκώνει)Μακεδ. Ὁ ύo ποῦ δὲν ἀλεστάει δαγκάν-νει κρυφὰ (ύo = σκύλλος)Μπόβ. Καὶ μετβ. ὑλακτῶ ἐναντίον τινὸς σύνηθ.: Φρ. Πολλὰ σκυλλι̮ὰ μ΄ἀλύχτησαν ὥς τώρα (ἐπὶ ἀπειλῆς, τὴν ὁποίαν περιφρονεῖ τις)Ἤπ. 2)Φωνάζω ἰσχυρῶς Καλαβρ. (Μπόβ.) Β)Μεταφ. 1)Καθάπτομαί τινος διὰ λόγων, ὑβρίζω Ἤπ. (Ζαγόρ.)Κεφαλλ.: Ἀλύχτα ὅσου θέ΄ς (ὕβριζε ὄσον θέλεις, ἐγὼ ἀδιαφορῶ διὰ τὰς ὕβρεις σου)Ζαγόρ. Ὁμοίαν σημ. ἔχει καὶ τὸ ἀρχ. ἀρχ. ὑλακτῶ. Πβ. Σοφ. Ἠλέκτρ. 299 <<τοιαῦθ΄ ὑλακτεῖ, σὺν δ΄ἐποτρύνει πέλας | ὁ κλεινὸς αὐτῆ ταὐτὰ νυμφίος παρών>>.2)Φλυαρῶ Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ παλαιά. Πβ. Ἡσύχ. «ὑλακτηθέντων· φλυαρηθέντων». 3)Ἀδημονῶ, στενοχωροῦμαι (ἐν τῆ ἐννοία τῆς ὑλακῆς ὑπόκειται καὶ ἡ τῆς ἀδημονίας, τοῦ πάθους. Πβ. τὴν ἀνωτέρω φρ. ν΄ἀλυχτήςῃ κι ἀπὲ νὰ τοῦ βγῇ ἡ ψυχή!)Σάμ. 4)Ἀποκάμνω Πελοπν. (Ἦλ. Λακεδ.)5)Δι΄ἐπῳδῆς θεραπεύω τὸ πυῶδες ἀπόστημα τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ λεγόμενον κριθαράκι (ἐκ τῆς κατὰ τὴν θεραπείαν λεγομένης ἐπῳδῆς, ἡ ὁποία ἀρχίζει διὰ τοῦ χάμ-χάμ, ὅπερ εἶναι ἀπομίμησις τῆς ὑλακῆς τοῦ κυνὸς)Πελοπν. (Οἰν.) Πβ. ἀλυχτένω, ἀλυχτομανῶ, ἀλυχτουρῶ, γαβγίζω, ὑλάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/