ἁλωνάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλωνάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἁλωνάρις ὁ, Ἤπ. Κρήτ. Σίφν. — Λεξ. Ἐλεθυθερουδ. Ἁλωνάρις σύνηθ. Ἁλουνάρις Μακεδ. (Πάγγ.)Ἁλουνάρ΄ς Ἤπ. (Ἰωάνν. Ζαγόρ)Μακεδ. (Σιάτ. Χαλκιδ.)κ.ἀ. Ἁλωνάρι Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.)Ἁωνάρι Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁλώνι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άρις. Ἡ λ. καί παρά Βλάχ. (λ. μῆνες τῆς Ἑλλάδος) .

Σημασιολογία

1)Ὁ ἁλωνίζων, ἁλωνιστὴς Ἤπ. Κρήτ. Σίφν. — Λεξ. Ἐλευθερουδ. 2)Ὁ μὴν Ἰούλιος (διότι κατὰ τοῦτον ἁλωνίζουν)σύνηθ. καί Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.)Τσακων.: Παροιμ. Ἀλωνάρις τ΄ἁλωνίζει | κι Αὔγουστος τὰ ξεχωρίζει (οἱ τρώγοντες ὑπερβολικῶς ὀπώρας κατὰ μῆνα Ἰούλιον ὑπόκεινται εἰς ἀσθενείας μέχρι τέλους Αὐγούστου)Ἀθῆν. Ἔτσι τό ‘χει τοὺ λινάρι | γιὰ ν΄ἀνθῇ τοὺν Ἁλουνάρι (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος ἐκ φύσεως ἕξιν τινὰ ἰδιότροπον, ὅπως τό λινάρι ἀνθεῖ ὄχι καθ΄ὃν χρόνον ἀνθοῦν τὰ ἄλλα φυτά, ἀλλὰ τὸν Ἰούλιον)Πάγγ. || Γνωμ. Τὸ νερὸ τ΄Ἁλωναρι̮οῦ παρ΄ὀλἰγο σὰ φωτι̮ὰ (διότι βλάπτει τὸν σταφιδόκαρπον)Ζάκ. ΄Σ τὸ κακορρίζικο χωρι̮ὸ τὸν Ἀλωνάρι βρέχει (διότι ἡ βροχὴ τοῦ Ἰουλίου βλάπτει τὴν γεωργίαν. Συνών. γνωμ. ‘ς τῶν ἁμαρτωλῶν τὴ χώρα τὸ Μάι μῆνα βρέχει) Παξ. Κόττα, χήνα τὸ Γενάρι | καὶ παπὶ τὸν Ἁλωνάρι (ἐνν. φάγε)Πελοπν. (Κορινθ. Μεσσ.)|| ᾎσμ. Tὸ Μάι πίνει τὸ νερό, τὸ Θεριστὴ τὸ ξίδι, τὸν Ἁλωνάρι τὸ κρασὶ γι̮ὰ νά ᾿βγῃ παλληκάρι Κεφαλλ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Βλάχ. β)Ὁ κατὰ τὸν Ἰούλιον γεννηθεὶς βοῦς Ἤπ. 3)Ὁ μὴν Ἰούνιος (διότι κατὰ τοῦτον ἁλωνίζουν)Πελοπν. (Μάν.) Πβ. ἁλωνευτής, ἁλωνευτής, ἁλωνιάρις, ἁλωνιάτης, ἁλωνιστής.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/