ἁλωνευτὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλωνευτὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἁλωνευτὴς ὁ, Σίφν. Ἁλωνευτὴς Κίμωλ. Σίφν. Λωνευτὴς Ρόδ. Θηλ. ἁλωνεύτρα Κρήτ. (Μονοφάτσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἁλωνεύω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὸ ἁλώνιον, ὁ ἀλωνίζων Σίφν. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Βλάχ. β)Τὸ θηλ. ἁλωνεύτρα, τὸ μέρος, ὅπου ἁλωνίζουν, ἁλώνιον Κρήτ.(Μονοφάτσ.)Συνὼν. ἁλώνι 1. 2)Ὁ μὴν Ἰούλιος Ρόδ. 3)Ὁ μὴν Ἰούνιος Κίμωλ.Σίφν. Πβ. ἁλωνάρις, ἁλωνι̮άρις, ἁλωνι̮άτης, ἁλωνιστής.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA