ἁλωνευτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλωνευτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἁλωνευτὸς ὁ, Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἁλωνεύω. Ἰδ. ΣΜενάρδ. ἐν Ἀθηνᾶ 41 (1929)54.

Σημασιολογία

Ὁ καιρὸς τοῦ ἁλωνίσματος, ἤτοι οἱ μῆνες Ἰούνιος καὶ Ἰούλιος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/