ἁλωνιστὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλωνιστὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἁλωνιστὴς ὁ, ἐνιαχ. — Λεξ. Δεὲκ Βυζ. Ἁλωνιστής πολλαχ. Ἁλου’στὴς βόρ. ἰδιώμ. Ἁλου’σκὴς Λέσβ. (Πλομάρ.)Ἁλωνητὴς πολλαχ. καὶ Καππ.(Σίλ.)Ἁλου’τὴς βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἁλωνίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Τὸ ἅλωνητὴς κατὰ τὰ ἐκ τῶν περισπομένων ρ. παράγωγα.
Σημασιολογία
1)Ἐκεῖνος ὅστις ἁλωνίζει, ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὸ ἁλώνιον ἐνιαχ.: Οἱ ἁλωνιστάδες τρέχανε σάν τ’ ἄλογα τὰ φρενι̮ασμένα ποῦ τὰ δάγκασε μυῖγα κακὴ ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 24. 2)Ὁ μὴν Ἰούλιος(διότι κατὰ τοῦτον ἁλωνίζουν)σύνηθ.: Μέσα ‘ς τὸν καυτερὸ Ἁλωνιστὴ μεσημέρι μονάχα ὁ τζίτζικας σφύριζε τὸ τραγούδι του ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾳκ. ἠθογραφ. 1,62 || Παροιμ. Ὅπου βά’ σκουπὸ νὰ κάψ’ τ’ ἁλώνι̮α Ἁλου᾿ στὴς δὲν τοὺν βρίσκ’ (ὅστις μελετᾶ κακὰ προλαμβάνει αύτὸν ὁ θάνατος)Θρᾁκ.Αἶν. 3)Ὁ μήν Αὔγουστος (διότι κατὰ τοῦτον ἁλωνίζουν)Καππ.(Σίλ.) Πβ. ἁλωνάρις, ἁλωνευτὴς, ἁλωνι̮άρις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA